- φωτογλυπτικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φως και τη γλυπτική, που έχει γίνει γλυπτός ή ανάγλυφος με τη βοήθεια φωτογραφίας.2. το θηλ. ως ουσ., φωτογλυπτική μέθοδος επεξεργασίας γλυπτών και ανάγλυφων με τη βοήθεια φωτογραφίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.